- νυχάτος
- kıvrık ve uzun tırnaklı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
νυχάτος — η, ο 1. αυτός που έχει νύχια γυριστά, γαμψά: Πετεινός νυχάτος, νυχοποδαράτος, περπατεί καικρίνει τη δικαιοσύνη (αίνιγμα). 2. το ουδ. ως ουσ., νυχάτο είδος, ποικιλία σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυχάτος — η, ο [νύχι] 1. αυτός που έχει μακριά και γαμψά νύχια 2. το ουδ. ως ουσ. το νυχάτο είδος σταφυλιού, αλλ. αετονύχι ή νυχάκι … Dictionary of Greek
νυχοποδαράτος — η, ο αυτός που έχει γυριστά νύχια στα πόδια: Πετεινός νυχάτος, νυχοποδαράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)